- απαιολώ
- ἀπαιολῶ (-άω ή -έω) (Α)περιπλέκω, συγχέω, μπερδεύω, παραπλανώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο)-* + αιολώ «ποικίλλω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
απαιόλη — ἀπαιόλη, η (Α) [απαιολώ] 1. απώλεια, στέρηση με τρόπο απατηλό 2. η απάτη προσωποποιημένη … Dictionary of Greek